-
1 πρό-σφατος
πρό-σφατος, kurz zuvor, frisch geschlachtet, getödtet; ἑρσήεις καὶ πρ. ἐν μεγάροισιν κεῖται, Il. 24, 757; νεκρός, Her. 2, 89. 121, 5; übh. frisch, von der Zeit, neuerlich, jüngst, πρόσφατον Θήβᾳ ξενωϑείς, Pind. P. 4, 299; τῶν πάλαι πεπραγμένων λύσασϑ' αἷμα προσφάτοις δίκαις, Aesch. Ch. 793; Her. 2, 89. 121; ὀργή, Lys. 18, 19; Dem. 25, 61 setzt νεαλὴς καὶ πρόσφατος dem τεταριχευμένος entgegen; καὶ νεουργής, Plut. Pericl. 13; – προσφάτως, neulich, Pol. 3, 37, 11 u. öfter; vgl. Lob. Phryn. 374.
-
2 ταρῑχεύω
ταρῑχεύω, den todten Leib eines Menschen od. eines Thieres durch künstliche Zurichtung vor Fäulniß bewahren, einbalsamiren; Her. 2, 66. 88; Plat. Phaed. 80 c; Luc. de luct. 21. – Eben so Fleisch oder Fisch zum Essen aufbewahren, so daß sie nicht von Fäulniß leiden, einsalzen, einpökeln, einmachen; Her. 2, 77; τὰ ὄα, Plat. Conv. 190 d; τεμάχη τεταριχευμένα, Xen. An. 5, 4, 28 u. Folgde. – Auch von Körpern anderer Art, z. B. Holz in Meerwasser legen, um es härter u. dauerhafter zu machen. – Uebertr., von Alter, Sorgen, Kummer, austrocknen, ausdörren, κακῶς ταριχευϑέντα παμφϑάρτῳ μόρῳ, Aesch. Ch. 294; so setzt Dem. 25, 61 νεαλὴς καὶ πρόσφατος ὤν dem τεταριχευμένος καὶ πολὺν χρόνον ἔμπεπτωκώς gegenüber.
-
3 νεαρός
νεαρός, jung, jugendlich; παῖδες, Il. 2, 289; υἱός, Pind. P. 10, 25; auch ἀρετά, I. 7, 47; νεαρὰ ἐξευρόντα, Neues, N. 8, 20; μυελός, Aesch. Ag. 76; ὁ ν., der Knabe, 350. 1485; βρέφος ἔλιπον ἀγκάλαις νεαρὸν τροφοῦ, νεαρὸν ἐν δόμοις, Eur. I. T. 835 u. sp. D.; auch Xen. Cyn. 9, 10; bes. in sp. Prosa, Luc. τῆς ἐπινοίας νεαρώτερον, Zeux. 1., u. adv. νεαρῶς, hist. conscr. 50; Plut. oft, νεαρὰν ποιεῖν τὴν ὄρεξιν, Symp. 6, 2, 2; καὶ πρόσφατος, vom Fleische, frisch, 6, 10, 1; auch übertr., ἐπὶ προσφάτοις καὶ νεαροῖς λόγοι ψευδεῖς συντεϑέντες, Conv. sept. sap. A.; νεαρὸς τὸ ἦϑος neben νέος τὴν ἡλικίαν, Arist. eth. 1, 3, 7.
-
4 ἑρσήεις
ἑρσήεις, εσσα, εν, ep. auch ἐερσήεις, thauig, bethaut, saftig, frisch, λωτός Il. 14, 348; übertr. vom getödteten Hektor, ἑρσήεις καὶ πρόσφατος κεῖσαι 24, 757, οἷον ἐερσήεις κεῖται 419, noch frisch, eben gestorben, nicht in Verwesung übergegangen; κύπειρος H. h. Merc. 107; λειμών Mar. Schol. 2 (IX, 668); οὔρεα Anyt. 8 ( Plan. 231).
-
5 ἑρσήεις
ἑρσήεις, tauig, betaut, saftig, frisch; übertr. vom getöteten Hektor, ἑρσήεις καὶ πρόσφατος κεῖσαι; οἷον ἐερσήεις κεῖται, noch frisch, eben gestorben, nicht in Verwesung übergegangen; -
6 νεαρός
νεαρός, jung, jugendlich; ὁ ν., der Knabe; καὶ πρόσφατος, vom Fleische: frisch -
7 ἕωλος
ἕωλος, ον (ἕως), vom vorigen Tage, von gestern; νεκρός Luc. Catap. 18; bes. von Speisen u. Getränken, die vom vorigen Tage übrig sind, dah. abgestanden, schaal, kraftlos, von den alten Erkl. durch μάταιον, ἀνωφελές, ἀνίσχυρον wiedergegeben, τέμαχος βεβρωκὼς ἑφϑὸν τήμερον, αὔριον ἕωλον τοῦτ' ἔχων οὐκ ἄχϑομαι Axionic. com. bei Ath. VI, 240 b, vgl. XIV, 663 b; von Fischen, ἕωλοι κείμενοι δύ' ἡμέρας ἢ τρεῖς Antiphan. bei Ath. VI, 225 d; komisch vom Gelde, περίεργόν ἐστιν ἀποκεῖσϑαι ἕωλον ἔνδον ἀργύριον Philetaer. bei Ath. VII, 280 d. Von anderen Dingen, μύρτον Ep. ad. 13 (XII, 107), wie στέφανος, verwelkt, Plut. Pyrrh. 13; ϑρυαλλίς, halb erloschen, Luc. Tim. 2. Oft übertr., τἀδικήματα ἕωλα τὰ τούτων ὡς ὑμᾶς καὶ ψυχρὰ ἀφικνεῖται, da ihnen Zeit gelassen wird zur Vertheidigung, Dem. 21, 22, der Ggstz ist τῶν δ' ἄλλων ἡμῶν ἕκαστος πρόσφατος κρίνεται, wie auch Plut. de san. tuend. p. 387 es von einem durch den Rausch vom vorigen Tage angegriffenen Menschen mit ναυτιώδης, ϑολερός, τεταραγμένος vrbdt u. dem πρόσφατος entgegenstzt, auch adv. Stoic. 3 sagt ταυτὶ μὲν εἰς τὴν τῶν ἑώλων καὶ ψυχρῶν ἀγορὰν παρῶμεν, im Ggstz von ἐν δὲ τοῖς μετὰ σπουδῆς λεγομένοις ποιησώμεϑα τοῦ λόγου τὸν ἐξετασμόν. So vrbdt Themist. παραδείγματα ἕωλα καὶ λίαν ἀρχαῖα, Philostrat. ἕωλα καὶ πολλάκις εἰρημένα, Porphyr. ψυχρὰ καὶ ἄγαν ἕωλα σοφισμάτια, wie ψυχρολογία Luc. somn. 17; Aristaen. 2, 7 φιλήματα τῶν γυναικῶν ἕωλα; – ἡ ἕωλος ἡμέρα, der Tag nach der Hochzeit, Axionic. bei Ath. III, 95 e.
-
8 νε-ᾱλής
νε-ᾱλής, ές (nach Phryn. in B. A. 52, 20 von ἁλές, = ἀϑρόον, νεωστὶ γεγενημένον καὶ συνενηνεγμένον), jugendlich frisch, munter, stark; νεαλέστεροι γὰρ ὄντες ῥᾷον αὐτὴν πορευσόμεϑα, Plat. Polit. 265 b; noch nicht erschöpft, Pol. 3, 73, 5. 10, 14, 3; neben πρόσφατος, dem τεταριχευμένος entgeggstzt, Dem. 25, 61; καὶ ἀήττητοι, Plut. Anton. 39; μόσχος, Nic. Al. 358; πάτος, Ther. 933; νεαλέστεροι, unerfahrener, Luc. Al. 16. – Nach Hesych. auch = νεάλωτος, eben erst gefangen, was, von Fischen gesagt, mit dem Vorigen zusammenfallend, nur eine andere Ableitung desselben Wortes zu sein scheint. Andere noch leiten es von ἁλίζω ab, frisch gesalzen. – Die Länge des α, von Phot. behauptet und aus einem frg. des Ar. belegt, findet sich bei Nic. nicht bestätigt, vgl. Mein. Men. p. 287.
-
9 ΚΑΙνός
ΚΑΙνός, ή, όν, neu, was noch nicht dagewesen ist, ungewöhnlich, fremd, unerwartet; φέρω καινοὺς λόγους Aesch. Ch. 648; ὅπως καινά τε κλύῃς νέα τ' ἄχη Pers. 654; τί δ' ἔστιν καινόν; Soph. O. C. 726; φανεῖν ϑεοῖς ϑυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι Tr. 610; Eur. Ion 641; καινὰ προςφέρων σοφά Med. 298; πάλιν καινὴν ἐμποιοῦσα ἀντὶ τῆς ἀπιούσης μνήμην Plat. Conv. 208 a, der auch καινὰ ταῦτα καὶ ἄτοπα ὀνόματα vrbdt, unerhört, sonderbar, Rep. III, 405 d; τὸ καινὸν τοῦ πολέμου, das Ueberraschende, Thuc. 3, 30; dem παλαιός entgeggstzt, Isocr. 4, 8; vgl. Plat. Phaedr. 267 b καινὰ ἀρχαίως λέγειν; Xen. Cyr. 8, 8, 16 das Alte wird nicht aufgehoben, ἄλλα τε ἀεὶ καινὰ ἐπιμηχανῶνται; im Ggstz von εἰωϑώς 3, 1, 30; Plut. vrbdt es mit πρόσφατος, Lyc. 15; Pol. mit νέος, 5, 75, 4; καινὰ πράγματα, res novae, Plut. Cic. 14; τὸ καινότατον, parenthetisch, u. was das Wunderbarste ist, Luc. Nigr. 21; – ἐκ καινῆς, von Neuem, Thuc. 3, 92 u. Sp.; – οὐδὲν καινότερον εἰςέφερε τῶν ἄλλων, er führte eben so wenig etwas Neues ein wie ein Anderer, Xen. Mem. 1, 1, 3.
См. также в других словарях:
πρόσφατος — η, ο / πρόσφατος, ον, ΝΑ 1. (για γεγονός, πράξη, κατάσταση) αυτός που συνέβη πριν από λίγο, τελευταία (α. «στις πρόσφατες εκλογές δεν σημειώθηκε κανένα έκτροπο» β. «προσφάτους... εὐεργεσίας», Πολ.) 2. καινούργιος, νέος (α. «οι πληγές είναι… … Dictionary of Greek
Άγιος Χριστόφορος και Νέβις — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική ΑμερικήΤο κράτος αποτελείται από δύο νησιά: τον Ά.Χ. (176,2 τ. χλμ.) και το Ν. (93,2 τ. χλμ.), 3,3 χλμ. ΝΑ του Α.Χ.Τα νησιά χωρίζονται από το στενό Νάροους. Βρίσκονται στο βορειότερο άκρο… … Dictionary of Greek
νεόκοπος — και νιόκοπος, η, ο (Α νεόκοπος, ον) 1. αυτός που κόπηκε πριν από λίγο, φρεσκοκομμένος 2. (κατ επέκτ.) ο πρόσφατος νεοελλ. 1. (ειδικά) (για νομίσματα) αυτός που κόπηκε πρόσφατα για να μπει στην κυκλοφορία ή έχει μπει πρόσφατα στην κυκλοφορία 2.… … Dictionary of Greek
νεούτσικος — και νιούτσικος, η, ο (Μ νεούτσικος και νιούτσικος, η, ον) [νέος] 1. (με θωπευτική σημ.) πολύ νεαρός σε ηλικία 2. το αρσ. ως ουσ. ο νεούτσικος νέος άντρας, νεαρούλης 3. το θηλ. ως ουσ. η νεουτσικη νεαρή γυναίκα, κοπέλα νεοελλ. 1. (γενικά)… … Dictionary of Greek
υπόγυιος — και ὑπόγυος, ον, ΜΑ 1. πρόχειρος, αυτός που είναι εύκολο να χρησιμοποιηθεί («εἴ τινων ὑπόγυιος ἡ ἀφαίρεσις τῶν καρπῶν», Θεόφρ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπόγυιον πρόσφατα, πριν από λίγο 3. φρ. «ἐξ ὑπογυίου» εκ τών ενόντων, πρόχειρα, χωρίς ιδιαίτερη … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… … Dictionary of Greek
χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… … Dictionary of Greek
καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… … Dictionary of Greek